- ἀνδρεῶνα
- ἀνδρώνmen's apartmentmasc acc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισέχω — εἰσέχω (Α) 1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ 2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα») 3. είμαι κοίλος 4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον (στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό … Dictionary of Greek